κυλινδροειδής — cylindrical masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδροειδῆ — κυλινδροειδής cylindrical neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κυλινδροειδής cylindrical masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κυλινδροειδής cylindrical masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδροειδεῖ — κυλινδροειδής cylindrical masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κυλινδροειδής cylindrical masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδροειδές — κυλινδροειδής cylindrical masc/fem voc sg κυλινδροειδής cylindrical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδροειδοῦς — κυλινδροειδής cylindrical masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδροειδῶς — κυλινδροειδής cylindrical adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κυλινδρώδης — κυλινδρώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, κυλινδρικός, κυλινδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek